- θυμέλη
- Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα μέρη του αρχαίου ελληνικού θεάτρου. Ειδικότερα, η θ. μπορεί να ήταν βήμα ή βωμός στην ορχήστρα, σκηνή ή λογείον ή και η ίδια η ορχήστρα. Κατά τους τραγικούς, η θ. ήταν βωμός που βρισκόταν στην ορχήστρα και σχημάτιζε ένα είδος σκαλοπατιού. Είναι άγνωστο, αν επρόκειτο για κτιστό και ακίνητο ή ξύλινο και κινητό βωμό.
* * *θυμέλη, ἡ (ΑΜ, Α δωρ. τ. θυμέλα)φρ. «ὁ τῆς θυμέλης δομέστικος» — αξιωματούχος που είχε την επιμέλεια τών λαϊκών θεαμάτων και διασκεδάσεωναρχ.1. βωμός, θυσιαστήριο2. η εστία, ο βωμός τού οίκου3. συνεκδ. ιερός τόπος, σηκός4. (στο αρχαίο ελληνικό θέατρο) α) ο βωμός τού Διονύσου που ήταν τοποθετημένος στο κέντρο τής ορχήστρας τού θεάτρου και στις βαθμίδες τού οποίου στεκόταν ο κορυφαίος τού χορούβ) συνεκδ. ολόκληρος ο χώρος τής ορχήστραςγ) στον πληθ. αἱ θυμέλαιο χορόςδ) (κατ' επέκτ.) το ικρίωμα τού θεάτρου, η σκηνήε) στον πληθ. τα θεάματα, οι θεατρικές παραστάσεις5. είδος πλακούντα ο οποίος προσφερόταν ως θυσία στους θεούς6. (κατ' επέκτ.) ψηλός, περιφανής τόπος, κατάλληλος για βήμα ενός ρήτορα7. πάπ. η θόλος τής Επιδαύρου8. φρ. α) «ἡ θυμέλη τοῡ βωμοῡ» — η εσχάρα τού βωμού, το μέρος πάνω στο οποίο βρισκόταν η πυρά τής θυσίας, η εστίαβ) «ἀναβαίνειν ἐπὶ τὴν θυμέλην» και απλώς «ἀναβαίνειν» — λεγόταν για δραματικό ποιητή ή για τον κορυφαίογ) «ὁ ἀπὸ τῆς θυμέλης» — ο δραματικός ποιητής, κατ' αντίθ. προς «τὸν ἀπὸ τοῡ βήματος», τον ρήτοραδ) «ὥσπερ ἐκ θυμέλης» — σαν θεατρικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυ- τού θύω (I) + επίθημα -μελ-, κατά τα θεμέλιο, πιμελή. Η αρχική σημασία ήταν «βωμός καύσεως τών θυμάτων». Η ύπαρξη τέτοιων βωμών στα αρχαία θέατρα προκάλεσε την εξέλιξη τής σημασίας σε «θεατρική σκηνή»].
Dictionary of Greek. 2013.